Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Kλείσαμε ένα χρόνο στην ξενιτιά

λέει η μαμά μου...

Την έβλεπα εγώ πέρσι τέτοια εποχή που γυάλιζε το μάτι της,( καλά πάντα μια γυαλάδα την έχει και μην της το πείτε για το καλό όλων μας)αλλά εκείνη την περίοδο παραγυάλιζε.
«Γύρισε το μέσα μου ανάποδα» έλεγε , δεν καταλάβαινα τι εννοούσε αλλά ένα φόβο τον είχα, όταν μάλιστα μου έλεγε:
«Τζιλού κάτσε φρόνιμη για θα σε κάνω πακέτο και θα σε στείλω στην συμπεθέρα» με έκοβε κρύος ιδρώτας..όχι γιατί ήξερα τι ήταν το πακέτο και ποια η συμπεθέρα αλλά γιατί ακουγόταν σαν απειλή και καθόλου δεν μου άρεσε αυτό.
Γύρισε το μέσα της ανάποδα και γύρισε και το σπίτι μας ανάποδα… βαλίτσες , κουτιά , ρούχα , κατσαρόλια..όλα μέσα στην μέση.
Ξάπλωνα σε μια γωνιά , έκανα πως κοιμάμαι μην και γυαλίσει κι άλλο το μάτι της και με κάνει πακέτο και με στείλει στην συμπεθέρα και προσπαθούσα να καταλάβω τι μας είχε βρει και που θα μας έβγαζε αυτό το αναποδογύρισμα του μέσα της.
Τελικά μας έβγαλε στο μικρό σπίτι στο βουνό!
Το τι πέρασα εκείνες τις μέρες ούτε που να το φανταστείτε.
Το βράδυ της 17ης προς 18 Ιουλίου ούτε που κλείσαμε μάτι. Το μισό σπίτι είχε φορτωθεί στο αυτοκίνητο , το άλλο μισό ήταν σαν βομβαρδισμένο και όλοι είχαν κάτι μούρες ως και τα έγκατα της γης. Ο μόνος αμέριμνος και ανυποψίαστος ήταν ο Αριγκάτο , ο γάτος .
Περιπτώσαρα ο Αριγκάτο, το πλήρες βιογραφικό του θα σας το δώσω αργότερα. Μονόχνοτος , μουντρούχος και αντικοινωνικός, έριχνε ύπνους σε όποια γωνιά του σπιτιού κόζαρε σαν πιο απομονωμένη και χαμπάρι δεν είχε πάρει. Κατά το ξημέρωμα όμως την πάτησε και έπεσε σαν ποντικός στην φάκα με το τυράκι.
Η φάκα ήταν το καλάθι που θα τον έχωναν μέσα για να ταξιδέψει και το τυράκι ήταν μερικοί κόκκοι τροφής που του έβαλαν μέσα στο καλάθι. Πήγε ο μουντρούχος να φάει την τροφή και..τσουυπππ τον μπαγλάρωσαν.
Πρωί- πρωί με την δροσούλα, που λέει ο λόγος γιατί που να βρεθεί δροσούλα ντάλα καλοκαίρι 18 Ιουλίου στην Αθήνα, μπήκαμε στο φορτωμένο με ότι δεν φαντάζεται νους σκύλου αυτοκίνητο και κινήσαμε για το άγνωστο που τελικά όπως σας είπα ήταν στο μικρό σπίτι στο βουνό.
Δρόμο πήραμε και δρόμο αφήσαμε, με εμένα ξεπλαρωμένη στην αγκαλιά της μαμάς και πότε- πότε να βγάζω την όμορφη( μην ακούσω σχόλιο σας την έκοψα την δαγκωνιά) μουσούδα μου από το παράθυρο να ανεμίζουν τα αυτάκια μου σαν το μαλλί της Βουγιουκλάκη σε παλιά ελληνική ταινία και πότε –πότε να χαϊδεύω με το πόδι μου το καλάθι του Αριγκάτο για να το παρηγορώ , ο οποίος Αριγκάτο δεν σταμάτησε να ρίχνει μπινελίκια και να κοιτάει με βλέμμα δολοφονικό την μαμά που τον μπαγλάρωσε εκεί μέσα.
Μαζί είχαμε και την γιαγιά… ναι.. περιπτωσάρα και η γιαγιά.
Όλη η οικογένεια περιπτωσάρα είμαστε δηλαδή και θα το διαπιστώσετε εν καιρώ.
Η γιαγιά καθόταν μπροστά δίπλα στην οδηγό την αδελφή της μαμάς μου ,στα γόνατα της είχε το πιεσόμετρο, ένα άλλο μηχάνημα που μετράνε το σάκχαρο ,ένα τσαντάκι με τα χάπια της , μια σακούλα με αιματολογικές , ουρολογικές εξετάσεις, υπερηχογραφήματα,αξονικές, καρδιογραφήματα..το αρχείο του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου δηλαδή χωρίς το φοριαμό, ένα μπουκάλι νερό για να πίνει τα χάπια και σε μια άλλη σακουλίτσα κάτι δαντέλες που έχωσε την τελευταία στιγμή , μια στιγμή που η μαμά μου δεν την έβλεπε γιατί αν την είχε δει θα είχαν πάλι μαλλιοτραβηχτεί.
Η γιαγιά κάθε λίγο και λιγάκι ανησυχούσε για το ..παιδί μας..το παιδί μας είναι το παιδί της μαμάς μου, το ανθρώπινο παιδί της δηλαδή και δεν είναι και τόσο παιδί κοντά τριάντα χρόνων μαντράχαλος .
Το..παιδί μας που λέτε που δεν χωρούσε στο αμάξι, έχει και μακριά κανιά, που τι αμάξι πια , ούτε τριαξονικό να ήταν έτσι φορτωμένο,ταξίδευε το παιδί μας με το ΚΤΕΛ και η γιαγιά φοβόταν μην πάθει τίποτα.
Η γιαγιά γενικώς φοβάται οπότε γενικώς προσπαθούμε να μην της δίνουμε σημασία. Αλλά γενικώς δεν τα καταφέρνουμε γιατί η γιαγιά γενικώς είναι ειδική στο να σου σπάει τα νεύρα.
Στην αρχή για να λέω την μαύρη αλήθεια μου δεν την χώνευα και πολύ αυτήν την γιαγιά και αυτό γιατί μόλις με πρωτοείδε χωρίς κανένα τάκτ είπε πως είμαι πανάσχημη!
Ναι , ναι , έτσι είπε!
Πανάσχημη!
Εγώ πανάσχημη?
Εγώ που είμαι κουκλάρα !
Εγώ που θα μπορούσα να είμαι η μαύρη Αφροδίτη της Μήλου πανάσχημη?
Θεός φυλάξει !
Με τον καιρό όμως αλληλοσυμπαθηστήκαμε και τώρα έχουμε γίνει φιλενάδες.
Να μην σας τα πολυλογώ κάποτε φτάσαμε στο μικρό σπίτι στο βουνό, τώρα σπίτι δεν μπορούσες και να το πεις..ερείπιο το έλεγες , το Χάνι του Σκοδρά το έλεγες ,σπίτι όμως όχι!
Αυτό το σπίτι εγώ το ήξερα, είχαμε έρθει για λίγες μέρες το προηγούμενο καλοκαίρι αλλά για λίγες μέρες μόνο.
Τώρα που κατάλαβα πως ήρθαμε για πάντα με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Όχι πως δεν μου άρεσε, αντιθέτως , πολύ αντιθέτως!
Μου άρεσε είχε άπλα τριγύρω και ένα κόσμο προς εξερεύνηση.
Με έλουσε ιδρώτας γιατί δεν πίστευα πως η μαμά μου θα άντεχε εκεί πάνω από μήνα ..και άντε πάλι να κάνουμε το αμαξάκι τριαξονικό και να ακούω και τα μπινελίκια του Αριγκάτο και την γιαγιά να φοβάται!
Να όμως που πέρασε ένας χρόνος..ένας χρόνος και ακόμα είμαστε εδώ και η μαμά μου αντέχει!
Το πώς πέρασε αυτός ο χρόνος θα σας το διηγηθώ σιγά –σιγά.