Οι ..κυνηγοί ξανάρχονται.
Νυχτώνει ο θεός την μέρα και όλη η πλάση ζητάει να ησυχάσει.
Οι κότες μας με το που σουρουπώσει μια –μια παίρνουν θέση στο κοτέτσι για ύπνο.
Ο
κύριος Παγόνης ανηφορίζει και αυτός για το κυπαρίσσι του , οι
γαλοπούλες σπρώχνουν η μια την άλλη για να βολευτούν πάνω στον τσίγκο
που είναι η στέγη του σπιτιού των κατσικιών. Τα κατσικάκια έχουν πιει
από μια μπουκάλα γάλα και ξαπλωμένα στο σπιτάκι τους μασουλάνε μια κλάρα
με καταπράσινα φυλλαράκια με μισόκλειστα μάτια.
Ο Αριγκάτο-καλά αυτός όλη μέρα κοιμάται- έχει
πιάσει θέση στο κρεβάτι της Τζίνας, η υπόλοιπη γατοσυντροφιά που δεν
μπαίνει στο σπίτι έχει κουλουριαστεί στο πέτρινο πεζούλι της αυλής.
Η κουνέλα στο κουνελόσπιτο έχει αγκαλιάσει τα κουνελάκια της και κοιμούνται ήδη.
Η
γιαγιά στρώνει την πετσετούλα της στο τραπέζι τακτοποιεί πάνω της το
γιαουρτάκι, τις φρυγανιές της , το μπουκαλάκι με το νερό της και τα
χάπια της.
Η Τζίνα της μετράει πρώτα την πίεση και το σάκχαρο και
μετά εκείνη τρώει το γιαουρτάκι της, πίνει και τα χάπια της, με μια
σχετική μουρμούρα είναι αλήθεια και εγώ την καταλαβαίνω την καψερή που πίνει τόσα χάπια, εμένα μισό προσπαθούσαν να μου δώσουν όταν η πρωτευουσιάνα είχα πάθει αλλεργία από την ζωή στην εξοχή και δεν το ήθελα καθόλου. Μετά η γιαγιά φοράει το νυχτικό της και ξαπλώνει.
-Δεν θα κοιμηθώ , να τεντώσω λίγο το κοκαλάκι μου και να δω ειδήσεις , λέει στην Τζίνα μα σε δέκα λεπτά έχει πάρει δέκα ύπνους.
Εγώ ξαπλώνω πάνω στο κόκκινο χαλί –το γουστάρω γιατί κόκκινο το χαλί μαύρη εγώ γαμώ τους συνδυασμούς σας λέω -και ρίχνω και εγώ τους ύπνους μου.
Είναι η
ώρα που η Τζίνα θα ησυχάσει και αυτή πια , αλλά δεν πάει τόσο νωρίς για
ύπνο. Το να ησυχάσει βέβαια είναι μια κουβέντα γιατί η γιαγιά ξυπνά
κάθε τόσο και την πιάνει ακατάσχετη λογοδιάρροια. Κοιμάται-ξυπνάει και
λέει-λέει( τούτο πάλι να μην θυμάται ούτε το όνομα της που λέει ο λόγος
μα να θυμάται όλα τα περασμένα από τον καιρό του Δράμαλη και να τα
κουβεντιάζει ?) –ξανακοιμάται και ξανά από την αρχή μέχρι που κατά τις
δέκα μισανοίγει το μάτι κοιτάει την Τζίνα όλο απορία και της λέει : «Μωρ’ κόρη? Ακόμα δεν κοιμήθηκες?»
Φρικιάζει η Τζίνα!
-Άσε μας ρε μάνα που θα με βάλεις να κοιμηθώ σώνει και καλά με τις κότες!
Αυτό
τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί το λέει η Τζίνα, η γιαγιά δεν της λέει να
πάει να κοιμηθεί στο κοτέτσι αλλά στο κρεβάτι της… αλλά τι ψάχνω ? Βγάζεις άκρη με τους ανθρώπους? Δεν βγάζεις!
Κάθετε η Τζίνα λοιπόν
, διαβάζει, γράφει , ακούει ραδιόφωνο, καμιά φορά μιλάει το τηλέφωνο με
τον Ηλία μας και την Αντούλα μας , η με την Ματίνα μας ,που είναι
μακριά ,και με τον Νικόλα και τον Γιάννη , αυτοί είναι φίλοι μας και
εγώ πολύ τους γουστάρω γιατί όταν έρχονταν στο σπίτι μας στην Αθήνα όλο
αγάπες μου κάνανε και πολύ τους έχω πεθυμήσει και θέλω να
έρθουν και εδώ… τόσο θέλω που μπορώ να ανεχτώ και ένα γάτο που έχουν…
έναν..Ζαφείρη εγώ αυτόν δεν τον ξέρω προσωπικά κάτι φωτογραφίες του έχω
δει μόνο.
Ε..όταν πια κουραστεί και νυστάξει και η Τζίνα πάει και αυτή για ύπνο.
Κάπως έτσι έγινε και απόψε.
Ήρθε η ώρα που η Τζίνα έκλεισε τον υπολογιστή και τα φώτα και πέσαμε για ύπνο.
Ξάπλωσε
η Τζίνα, βολεύτηκε στα μαξιλάρια σκεπάστηκε με την χνουδωτή κουβερτούλα
, ξάπλωσα και εγώ πάνω το ένα μπούτι της, ο Αριγκάτο στο άλλο.
Ησυχία παντού τίποτα δεν ακουγόταν. Ούτε καν η άσπρη κουκουβάγια που έρχεται και κάθεται στα κεραμίδια μας .
Λύθηκε το σώμα, τα βλέφαρα βάρυναν και μούρη με μούρη με τον Αριγκάτο που μου νιαούρισε τον σκοπό του άΖματος … «πάμε για ύπνο Κατερίνα να δούμε όνειρα από
κείνα που τελειώνουν το πρωί..» άρχισα να ονειρεύομαι πρώτα μια
ξεγυρισμένη μερίδα λαζάνια φούρνου που άκουσα πως σκοπεύει να μαγειρέψει
η Τζίνα μόλις ξημερώσει ο θεός την μέρα και όσο ακόμα έχουμε λεφτά, και κυρίως όσο έχουμε την
γιαγιά και την σύνταξη της γιαγιάς και τρώμε τουλάχιστον , γιατί μετά
…ουαί και αλίμονο μας! Κλήρο θα ρίχνουμε για το ποιος θα φαγωθεί!
Και μετά το γαστρονομικό όνειρο παραδόθηκα σε ένα
.. ροζ κοριτσίστικο όνειρο..ξέρετε τώρα ένα σκύλο-πρίγκιπα που μόλις με
είδε έπεσε τα ανάσκελα από έρωτα για μένα και ξεκίνησε μια μεγάλη
ιστορία έρωτα, πάθους ίντριγκας
αλλά και αγάπης ..και την ώρα που το όνειρο εξελισσόταν και είχε φτάσει
στο σημείο που ο σκυλο-πρίγκιπας μου γονατιστός μου προσέφερε ένα μονόπετρο περασμένο σε ένα λαχταριστό κόκαλο και ζητώντας μου να γίνω η μάνα των κουταβιών του … έγινε ο χαλασμός του χαλασμένου κόσμου !
Μπαμ από δω , μπουμ από κει… ξαναμπάμ από δω ξαναμπούμ από κει !
Λαγός ο σκυλο-πρίγκιπας του ονείρου και το μονόπετρο στο λαχταριστό κόκαλο , πετιέται ο Αριγκάτο δίνοντας μια νυχιά στην Τζίνα , τσιρίζει η Τζίνα αναμαλλιασμένη με το μάτι κλειστό, ψάχνει την ρόμπ-ντε-σάμπρ ,γιατί χαμός- χαμός αλλά η κοκεταρία, κοκεταρία
, τα κατσίκια αρχίζουν να βελάζουν, οι κότες να φτεροκοπάνε, ο Παγώνης
να κράζει , η κουνέλα να καταχτυπιέται στα σύρματα του σπιτιού της , τα
γαλόπουλα να χοροπηδάνε στον τσίγκο πάνω , ένα πήγε και χώθηκε στη
καμινάδα , η γατοπαρέα να γρατζουνάει τις πόρτες να μπει στο σπίτι, και η γιαγιά να φωνάζει:
Κόρηηη!Που είσαι μωρ΄κόρηηηη ….πόλεμος! Πόλεμος παναγία μου! Παναγιά μου τα παιδιά μας ! Πόλεμος σου λέω οι Γερμανοί ξανάρχονται!»
Αυτοί οι Γερμανοί δεν ξέρω ποιοί είναι αλλά τελευταία η γιαγιά όλο και τους μνημονεύει σαν να είναι τίποτα τέρατα της φύσης.
Γενικώς
επικράτησε στο σπίτι και πέριξ αυτού μια αναμπουμπούλα, ένας πανικός ,
μέχρι και κάτι βατράχια πήγαιναν πέρα δώθε σαν τρελά και να κάνουν
βουτιές στον κουβά με την σφουγγαρίστρα ! Και δώστου να πέφτουν από
ολούθε οι ντουφεκιές μέσα στην άγρια νύχτα.
Πήρε ανάσα η Τζίνα και προσπάθησε να ησυχάσει την
γιαγιά πως δεν γίνεται πόλεμος… μάταιος κόπος η γιαγιά όσο και να
γκάριζε η Τζίνα δεν άκουγε τι της έλεγε και καταλάβαινε άλλα για άλλα
της Παρασκευής το γάλα, τώρα τις ντουφεκιές πως τις άκουσε που δεν
ακούει ούτε κανόνια είναι απορίας
άξιον! Την μπούκωσε η Τζίνα με ένα xanax να κοιμηθεί και σιγά μην
κοιμηθεί η γιαγιά με ένα υπνωτικό τώρα που ήταν σίγουρη πως ήρθαν οι
Γερμανοί πάλι με τα ντουφέκια.
Κοιμήσου ρε μάνα δεν είναι Γερμανοί..κυνηγοί είναι! Της έλεγε η Τζίνα.
Που να το πιστέψει η γιαγιά όμως που το ντουφεκίδι έξω χάλαγε κόσμο?
Άρχισε η Τζίνα να ρίχνει μπινελίκια μέσα στην μαύρη νύχτα ,τι είπε ο στόμας της δεν το φαντάζεστε και με το δίκιο της δηλαδή!
Δεν ξέρω τι είναι αυτοί οι Γερμανοί που όλο αναφέρει η γιαγιά μα οι κυνηγοί είναι μεγάλα κουμάσια να μην πω τίποτα άλλο πιο..γαλλικό!
Τους
ξέρω εγώ, είναι κάτι τέρατα με ανθρώπινη μορφή που παίρνουν τα
ντουφέκια και σκοτώνουν τα πουλάκια του ουρανού… τι πουλάκια δηλαδή κάτι
ψιχουλάκια τόσα δα είναι! Άμα τα μαδήσεις ούτε μισή μπουκιά δεν είναι!
Τα σημαδεύουν τα ντουφεκίζουν και μόλις εκείνα πέσουν λαβωμένα στην γη τα καταχτυπάνε στην άσφαλτο να τα αποτελειώσουν.
Ούτε εμείς που είμαστε ζώα, άλογα δηλαδή πλάσματα, δεν τα κάνουμε αυτά.. μπορεί το ένστικτο για επιβίωση να είναι ισχυρό αλλά έχουμε και κανόνες σεβασμού και τιμής αναμεταξύ μας κάτι που οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε αναμεταξύ τους ούτε με την φύση.
Αυτούς τους τζάμπα μάγκες λοιπόν
τους κυνηγούς τους είχουμε την μέρα να μας ταράζουν με τις ντουφεκιές
τους και τα σκάγια τους που έπεφτουν βροχή στα κεραμίδια μας και στην
αυλή.
Τι
τους μίλησε ευγενικά η Τζίνα, τι τους άρχισε στα μπινελίκια, τι πήγε
στον Εισαγγελέα –ούτε αυτός ξέρω τι σόι πράμα είναι- τίποτα αυτοί τον
χαβά τους… νευρίασα και εγώ πολύ και να χρεωστάνε χάρη που με έχει η Τζίνα μπαγλαρωμένη
στην αυλή, αλλιώς θα τους έπαιρνα στο κυνήγι εγώ να τους κόψω και κανά
μεζέ από τα κολομέρια τους να δουν πόσα απίδια βάνει ο σάκος. Γιατί μην
κοιτάτε που είμαι όμορφη, ευγενική, ήσυχη χαδιάρα και γλυκούλα… άμα στραβώσω ….άμα στραβώσω πάρτε βάρκα στην στεριά να φύγετε!
Δεν φτάνει που τους έχουμε λοιπόν την μέρα να μας ταράζουν τώρα τους έχουμε και την νύχτα να μην μας αφήνουν να κλείσουμε μάτι.
Έχω τσαντιστεί τόσο που να εύχονται να τους φυλάξει ο θεός μην βρω καμιά γωνιά να τρυπώσω και να βγω από την αυλή..αν βρω θα ψάχνουν τα κολομέρια τους!
Άμα πια!! Kλείσαμε ένα χρόνο στην ξενιτιά
Την έβλεπα εγώ πέρσι τέτοια εποχή που γυάλιζε το μάτι της,( καλά πάντα μια γυαλάδα την έχει και μην της το πείτε για το καλό όλων μας)αλλά εκείνη την περίοδο παραγυάλιζε.
«Γύρισε το μέσα μου ανάποδα» έλεγε , δεν καταλάβαινα τι εννοούσε αλλά ένα φόβο τον είχα, όταν μάλιστα μου έλεγε:
«Τζιλού κάτσε φρόνιμη για θα σε κάνω πακέτο και θα σε στείλω στην συμπεθέρα» με έκοβε κρύος ιδρώτας..όχι γιατί ήξερα τι ήταν το πακέτο και ποια η συμπεθέρα αλλά γιατί ακουγόταν σαν απειλή και καθόλου δεν μου άρεσε αυτό.
Γύρισε το μέσα της ανάποδα και γύρισε και το σπίτι μας ανάποδα… βαλίτσες , κουτιά , ρούχα , κατσαρόλια..όλα μέσα στην μέση.
Ξάπλωνα σε μια γωνιά , έκανα πως κοιμάμαι μην και γυαλίσει κι άλλο το μάτι της και με κάνει πακέτο και με στείλει στην συμπεθέρα και προσπαθούσα να καταλάβω τι μας είχε βρει και που θα μας έβγαζε αυτό το αναποδογύρισμα του μέσα της.
Τελικά μας έβγαλε στο μικρό σπίτι στο βουνό!
Το τι πέρασα εκείνες τις μέρες ούτε που να το φανταστείτε.
Το βράδυ της 17ης προς 18 Ιουλίου ούτε που κλείσαμε μάτι. Το μισό σπίτι είχε φορτωθεί στο αυτοκίνητο , το άλλο μισό ήταν σαν βομβαρδισμένο και όλοι είχαν κάτι μούρες ως και τα έγκατα της γης. Ο μόνος αμέριμνος και ανυποψίαστος ήταν ο Αριγκάτο , ο γάτος .
Περιπτώσαρα ο Αριγκάτο, το πλήρες βιογραφικό του θα σας το δώσω αργότερα. Μονόχνοτος , μουντρούχος και αντικοινωνικός, έριχνε ύπνους σε όποια γωνιά του σπιτιού κόζαρε σαν πιο απομονωμένη και χαμπάρι δεν είχε πάρει. Κατά το ξημέρωμα όμως την πάτησε και έπεσε σαν ποντικός στην φάκα με το τυράκι.
Η φάκα ήταν το καλάθι που θα τον έχωναν μέσα για να ταξιδέψει και το τυράκι ήταν μερικοί κόκκοι τροφής που του έβαλαν μέσα στο καλάθι. Πήγε ο μουντρούχος να φάει την τροφή και..τσουυπππ τον μπαγλάρωσαν.
Πρωί- πρωί με την δροσούλα, που λέει ο λόγος γιατί που να βρεθεί δροσούλα ντάλα καλοκαίρι 18 Ιουλίου στην Αθήνα, μπήκαμε στο φορτωμένο με ότι δεν φαντάζεται νους σκύλου αυτοκίνητο και κινήσαμε για το άγνωστο που τελικά όπως σας είπα ήταν στο μικρό σπίτι στο βουνό.
Δρόμο πήραμε και δρόμο αφήσαμε, με εμένα ξεπλαρωμένη στην αγκαλιά της μαμάς και πότε- πότε να βγάζω την όμορφη( μην ακούσω σχόλιο σας την έκοψα την δαγκωνιά) μουσούδα μου από το παράθυρο να ανεμίζουν τα αυτάκια μου σαν το μαλλί της Βουγιουκλάκη σε παλιά ελληνική ταινία και πότε –πότε να χαϊδεύω με το πόδι μου το καλάθι του Αριγκάτο για να το παρηγορώ , ο οποίος Αριγκάτο δεν σταμάτησε να ρίχνει μπινελίκια και να κοιτάει με βλέμμα δολοφονικό την μαμά που τον μπαγλάρωσε εκεί μέσα.
Μαζί είχαμε και την γιαγιά… ναι.. περιπτωσάρα και η γιαγιά.
Όλη η οικογένεια περιπτωσάρα είμαστε δηλαδή και θα το διαπιστώσετε εν καιρώ.
Η γιαγιά καθόταν μπροστά δίπλα στην οδηγό την αδελφή της μαμάς μου ,στα γόνατα της είχε το πιεσόμετρο, ένα άλλο μηχάνημα που μετράνε το σάκχαρο ,ένα τσαντάκι με τα χάπια της , μια σακούλα με αιματολογικές , ουρολογικές εξετάσεις, υπερηχογραφήματα,αξονικές, καρδιογραφήματα..το αρχείο του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου δηλαδή χωρίς το φοριαμό, ένα μπουκάλι νερό για να πίνει τα χάπια και σε μια άλλη σακουλίτσα κάτι δαντέλες που έχωσε την τελευταία στιγμή , μια στιγμή που η μαμά μου δεν την έβλεπε γιατί αν την είχε δει θα είχαν πάλι μαλλιοτραβηχτεί.
Η γιαγιά κάθε λίγο και λιγάκι ανησυχούσε για το ..παιδί μας..το παιδί μας είναι το παιδί της μαμάς μου, το ανθρώπινο παιδί της δηλαδή και δεν είναι και τόσο παιδί κοντά τριάντα χρόνων μαντράχαλος .
Το..παιδί μας που λέτε που δεν χωρούσε στο αμάξι, έχει και μακριά κανιά, που τι αμάξι πια , ούτε τριαξονικό να ήταν έτσι φορτωμένο,ταξίδευε το παιδί μας με το ΚΤΕΛ και η γιαγιά φοβόταν μην πάθει τίποτα.
Η γιαγιά γενικώς φοβάται οπότε γενικώς προσπαθούμε να μην της δίνουμε σημασία. Αλλά γενικώς δεν τα καταφέρνουμε γιατί η γιαγιά γενικώς είναι ειδική στο να σου σπάει τα νεύρα.
Στην αρχή για να λέω την μαύρη αλήθεια μου δεν την χώνευα και πολύ αυτήν την γιαγιά και αυτό γιατί μόλις με πρωτοείδε χωρίς κανένα τάκτ είπε πως είμαι πανάσχημη!
Ναι , ναι , έτσι είπε!
Πανάσχημη!
Εγώ πανάσχημη?
Εγώ που είμαι κουκλάρα !
Εγώ που θα μπορούσα να είμαι η μαύρη Αφροδίτη της Μήλου πανάσχημη?
Θεός φυλάξει !
Με τον καιρό όμως αλληλοσυμπαθηστήκαμε και τώρα έχουμε γίνει φιλενάδες.
Να μην σας τα πολυλογώ κάποτε φτάσαμε στο μικρό σπίτι στο βουνό, τώρα σπίτι δεν μπορούσες και να το πεις..ερείπιο το έλεγες , το Χάνι του Σκοδρά το έλεγες ,σπίτι όμως όχι!
Αυτό το σπίτι εγώ το ήξερα, είχαμε έρθει για λίγες μέρες το προηγούμενο καλοκαίρι αλλά για λίγες μέρες μόνο.
Τώρα που κατάλαβα πως ήρθαμε για πάντα με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Όχι πως δεν μου άρεσε, αντιθέτως , πολύ αντιθέτως!
Μου άρεσε είχε άπλα τριγύρω και ένα κόσμο προς εξερεύνηση.
Με έλουσε ιδρώτας γιατί δεν πίστευα πως η μαμά μου θα άντεχε εκεί πάνω από μήνα ..και άντε πάλι να κάνουμε το αμαξάκι τριαξονικό και να ακούω και τα μπινελίκια του Αριγκάτο και την γιαγιά να φοβάται!
Να όμως που πέρασε ένας χρόνος..ένας χρόνος και ακόμα είμαστε εδώ και η μαμά μου αντέχει!
Το πώς πέρασε αυτός ο χρόνος θα σας το διηγηθώ σιγά –σιγά.