Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Οι ..κυνηγοί ξανάρχονται.

Νυχτώνει ο θεός την μέρα και όλη η πλάση ζητάει να ησυχάσει.

Οι κότες μας με το που σουρουπώσει μια –μια παίρνουν θέση στο κοτέτσι για ύπνο.

Ο κύριος Παγόνης ανηφορίζει και αυτός για το κυπαρίσσι του , οι γαλοπούλες σπρώχνουν η μια την άλλη για να βολευτούν πάνω στον τσίγκο που είναι η στέγη του σπιτιού των κατσικιών. Τα κατσικάκια έχουν πιει από μια μπουκάλα γάλα και ξαπλωμένα στο σπιτάκι τους μασουλάνε μια κλάρα με καταπράσινα φυλλαράκια με μισόκλειστα μάτια.

Ο Αριγκάτο-καλά αυτός όλη μέρα κοιμάται- έχει πιάσει θέση στο κρεβάτι της Τζίνας, η υπόλοιπη γατοσυντροφιά που δεν μπαίνει στο σπίτι έχει κουλουριαστεί στο πέτρινο πεζούλι της αυλής.

Η κουνέλα στο κουνελόσπιτο έχει αγκαλιάσει τα κουνελάκια της και κοιμούνται ήδη.

Η γιαγιά στρώνει την πετσετούλα της στο τραπέζι τακτοποιεί πάνω της το γιαουρτάκι, τις φρυγανιές της , το μπουκαλάκι με το νερό της και τα χάπια της.

Η Τζίνα της μετράει πρώτα την πίεση και το σάκχαρο και μετά εκείνη τρώει το γιαουρτάκι της, πίνει και τα χάπια της, με μια σχετική μουρμούρα είναι αλήθεια και εγώ την καταλαβαίνω την καψερή που πίνει τόσα χάπια, εμένα μισό προσπαθούσαν να μου δώσουν όταν η πρωτευουσιάνα είχα πάθει αλλεργία από την ζωή στην εξοχή και δεν το ήθελα καθόλου. Μετά η γιαγιά φοράει το νυχτικό της και ξαπλώνει.

-Δεν θα κοιμηθώ , να τεντώσω λίγο το κοκαλάκι μου και να δω ειδήσεις , λέει στην Τζίνα μα σε δέκα λεπτά έχει πάρει δέκα ύπνους.

Εγώ ξαπλώνω πάνω στο κόκκινο χαλί –το γουστάρω γιατί κόκκινο το χαλί μαύρη εγώ γαμώ τους συνδυασμούς σας λέω -και ρίχνω και εγώ τους ύπνους μου.

Είναι η ώρα που η Τζίνα θα ησυχάσει και αυτή πια , αλλά δεν πάει τόσο νωρίς για ύπνο. Το να ησυχάσει βέβαια είναι μια κουβέντα γιατί η γιαγιά ξυπνά κάθε τόσο και την πιάνει ακατάσχετη λογοδιάρροια. Κοιμάται-ξυπνάει και λέει-λέει( τούτο πάλι να μην θυμάται ούτε το όνομα της που λέει ο λόγος μα να θυμάται όλα τα περασμένα από τον καιρό του Δράμαλη και να τα κουβεντιάζει ?) –ξανακοιμάται και ξανά από την αρχή μέχρι που κατά τις δέκα μισανοίγει το μάτι κοιτάει την Τζίνα όλο απορία και της λέει : «Μωρ’ κόρη? Ακόμα δεν κοιμήθηκες?»

Φρικιάζει η Τζίνα!

-Άσε μας ρε μάνα που θα με βάλεις να κοιμηθώ σώνει και καλά με τις κότες!

Αυτό τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί το λέει η Τζίνα, η γιαγιά δεν της λέει να πάει να κοιμηθεί στο κοτέτσι αλλά στο κρεβάτι της… αλλά τι ψάχνω ? Βγάζεις άκρη με τους ανθρώπους? Δεν βγάζεις!

Κάθετε η Τζίνα λοιπόν , διαβάζει, γράφει , ακούει ραδιόφωνο, καμιά φορά μιλάει το τηλέφωνο με τον Ηλία μας και την Αντούλα μας , η με την Ματίνα μας ,που είναι μακριά ,και με τον Νικόλα και τον Γιάννη , αυτοί είναι φίλοι μας και εγώ πολύ τους γουστάρω γιατί όταν έρχονταν στο σπίτι μας στην Αθήνα όλο αγάπες μου κάνανε και πολύ τους έχω πεθυμήσει και θέλω να έρθουν και εδώ… τόσο θέλω που μπορώ να ανεχτώ και ένα γάτο που έχουν… έναν..Ζαφείρη εγώ αυτόν δεν τον ξέρω προσωπικά κάτι φωτογραφίες του έχω δει μόνο.

Ε..όταν πια κουραστεί και νυστάξει και η Τζίνα πάει και αυτή για ύπνο.

Κάπως έτσι έγινε και απόψε.

Ήρθε η ώρα που η Τζίνα έκλεισε τον υπολογιστή και τα φώτα και πέσαμε για ύπνο.

Ξάπλωσε η Τζίνα, βολεύτηκε στα μαξιλάρια σκεπάστηκε με την χνουδωτή κουβερτούλα , ξάπλωσα και εγώ πάνω το ένα μπούτι της, ο Αριγκάτο στο άλλο.

Ησυχία παντού τίποτα δεν ακουγόταν. Ούτε καν η άσπρη κουκουβάγια που έρχεται και κάθεται στα κεραμίδια μας .

Λύθηκε το σώμα, τα βλέφαρα βάρυναν και μούρη με μούρη με τον Αριγκάτο που μου νιαούρισε τον σκοπό του άΖματος … «πάμε για ύπνο Κατερίνα να δούμε όνειρα από κείνα που τελειώνουν το πρωί..» άρχισα να ονειρεύομαι πρώτα μια ξεγυρισμένη μερίδα λαζάνια φούρνου που άκουσα πως σκοπεύει να μαγειρέψει η Τζίνα μόλις ξημερώσει ο θεός την μέρα και όσο ακόμα έχουμε λεφτά, και κυρίως όσο έχουμε την γιαγιά και την σύνταξη της γιαγιάς και τρώμε τουλάχιστον , γιατί μετά …ουαί και αλίμονο μας! Κλήρο θα ρίχνουμε για το ποιος θα φαγωθεί!

Και μετά το γαστρονομικό όνειρο παραδόθηκα σε ένα .. ροζ κοριτσίστικο όνειρο..ξέρετε τώρα ένα σκύλο-πρίγκιπα που μόλις με είδε έπεσε τα ανάσκελα από έρωτα για μένα και ξεκίνησε μια μεγάλη ιστορία έρωτα, πάθους ίντριγκας αλλά και αγάπης ..και την ώρα που το όνειρο εξελισσόταν και είχε φτάσει στο σημείο που ο σκυλο-πρίγκιπας μου γονατιστός μου προσέφερε ένα μονόπετρο περασμένο σε ένα λαχταριστό κόκαλο και ζητώντας μου να γίνω η μάνα των κουταβιών του … έγινε ο χαλασμός του χαλασμένου κόσμου !

Μπαμ από δω , μπουμ από κει… ξαναμπάμ από δω ξαναμπούμ από κει !

Λαγός ο σκυλο-πρίγκιπας του ονείρου και το μονόπετρο στο λαχταριστό κόκαλο , πετιέται ο Αριγκάτο δίνοντας μια νυχιά στην Τζίνα , τσιρίζει η Τζίνα αναμαλλιασμένη με το μάτι κλειστό, ψάχνει την ρόμπ-ντε-σάμπρ ,γιατί χαμός- χαμός αλλά η κοκεταρία, κοκεταρία , τα κατσίκια αρχίζουν να βελάζουν, οι κότες να φτεροκοπάνε, ο Παγώνης να κράζει , η κουνέλα να καταχτυπιέται στα σύρματα του σπιτιού της , τα γαλόπουλα να χοροπηδάνε στον τσίγκο πάνω , ένα πήγε και χώθηκε στη καμινάδα , η γατοπαρέα να γρατζουνάει τις πόρτες να μπει στο σπίτι, και η γιαγιά να φωνάζει:

Κόρηηη!Που είσαι μωρ΄κόρηηηη ….πόλεμος! Πόλεμος παναγία μου! Παναγιά μου τα παιδιά μας ! Πόλεμος σου λέω οι Γερμανοί ξανάρχονται!»

Αυτοί οι Γερμανοί δεν ξέρω ποιοί είναι αλλά τελευταία η γιαγιά όλο και τους μνημονεύει σαν να είναι τίποτα τέρατα της φύσης.

Γενικώς επικράτησε στο σπίτι και πέριξ αυτού μια αναμπουμπούλα, ένας πανικός , μέχρι και κάτι βατράχια πήγαιναν πέρα δώθε σαν τρελά και να κάνουν βουτιές στον κουβά με την σφουγγαρίστρα ! Και δώστου να πέφτουν από ολούθε οι ντουφεκιές μέσα στην άγρια νύχτα.

Πήρε ανάσα η Τζίνα και προσπάθησε να ησυχάσει την γιαγιά πως δεν γίνεται πόλεμος… μάταιος κόπος η γιαγιά όσο και να γκάριζε η Τζίνα δεν άκουγε τι της έλεγε και καταλάβαινε άλλα για άλλα της Παρασκευής το γάλα, τώρα τις ντουφεκιές πως τις άκουσε που δεν ακούει ούτε κανόνια είναι απορίας άξιον! Την μπούκωσε η Τζίνα με ένα xanax να κοιμηθεί και σιγά μην κοιμηθεί η γιαγιά με ένα υπνωτικό τώρα που ήταν σίγουρη πως ήρθαν οι Γερμανοί πάλι με τα ντουφέκια.

Κοιμήσου ρε μάνα δεν είναι Γερμανοί..κυνηγοί είναι! Της έλεγε η Τζίνα.

Που να το πιστέψει η γιαγιά όμως που το ντουφεκίδι έξω χάλαγε κόσμο?

Άρχισε η Τζίνα να ρίχνει μπινελίκια μέσα στην μαύρη νύχτα ,τι είπε ο στόμας της δεν το φαντάζεστε και με το δίκιο της δηλαδή!

Δεν ξέρω τι είναι αυτοί οι Γερμανοί που όλο αναφέρει η γιαγιά μα οι κυνηγοί είναι μεγάλα κουμάσια να μην πω τίποτα άλλο πιο..γαλλικό!

Τους ξέρω εγώ, είναι κάτι τέρατα με ανθρώπινη μορφή που παίρνουν τα ντουφέκια και σκοτώνουν τα πουλάκια του ουρανού… τι πουλάκια δηλαδή κάτι ψιχουλάκια τόσα δα είναι! Άμα τα μαδήσεις ούτε μισή μπουκιά δεν είναι! Τα σημαδεύουν τα ντουφεκίζουν και μόλις εκείνα πέσουν λαβωμένα στην γη τα καταχτυπάνε στην άσφαλτο να τα αποτελειώσουν.

Ούτε εμείς που είμαστε ζώα, άλογα δηλαδή πλάσματα, δεν τα κάνουμε αυτά.. μπορεί το ένστικτο για επιβίωση να είναι ισχυρό αλλά έχουμε και κανόνες σεβασμού και τιμής αναμεταξύ μας κάτι που οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε αναμεταξύ τους ούτε με την φύση.

Αυτούς τους τζάμπα μάγκες λοιπόν τους κυνηγούς τους είχουμε την μέρα να μας ταράζουν με τις ντουφεκιές τους και τα σκάγια τους που έπεφτουν βροχή στα κεραμίδια μας και στην αυλή.

Τι τους μίλησε ευγενικά η Τζίνα, τι τους άρχισε στα μπινελίκια, τι πήγε στον Εισαγγελέα –ούτε αυτός ξέρω τι σόι πράμα είναι- τίποτα αυτοί τον χαβά τους… νευρίασα και εγώ πολύ και να χρεωστάνε χάρη που με έχει η Τζίνα μπαγλαρωμένη στην αυλή, αλλιώς θα τους έπαιρνα στο κυνήγι εγώ να τους κόψω και κανά μεζέ από τα κολομέρια τους να δουν πόσα απίδια βάνει ο σάκος. Γιατί μην κοιτάτε που είμαι όμορφη, ευγενική, ήσυχη χαδιάρα και γλυκούλα… άμα στραβώσω ….άμα στραβώσω πάρτε βάρκα στην στεριά να φύγετε!

Δεν φτάνει που τους έχουμε λοιπόν την μέρα να μας ταράζουν τώρα τους έχουμε και την νύχτα να μην μας αφήνουν να κλείσουμε μάτι.

Έχω τσαντιστεί τόσο που να εύχονται να τους φυλάξει ο θεός μην βρω καμιά γωνιά να τρυπώσω και να βγω από την αυλή..αν βρω θα ψάχνουν τα κολομέρια τους!

Άμα πια!!

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

....σκύλα και γάτος είμαστε, αλλά όχι άνθρωποι βρε άνθρωποι χαζοί και μικροί….

Λοιπόν σας έχω νέα..για τα παλιά ήθελα να σας πω …που γεννήθηκα ,από ποιους, πως βρέθηκα εδώ που είμαι… διάφορα τέλος πάντων, αλλά τα γεγονότα τρέχουν και με προσπερνάνε.

Τον Αριγκάτο τον ξέρετε?

Θα σας πω για αυτόν με λίγα λόγια

Ο Αριγκάτο είναι ένα γατί που η μοίρα μου το έφερε να ζούμε μαζί και μάλιστα αγαπημένοι, πως λέμε σαν τον σκύλο με την γάτα?

Ε! καμία σχέση ,αλλά, όμως σαν την σκύλα με τον γάτο!

Όταν με πήραν στο σπίτι , τότε στην Αθήνα , τον βρήκα να είναι χωμένος μέσα σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης.

Μμ σκέφτηκα , να και ο..κουλτουριάρης της οικογένειας

Επειδή δεν μου άρεσε η φάτσα του ,παρ όλο που όμορφο τον ανεβάζουν όμορφο τον κατεβάζουν, έβαλα κατά νου μόλις βρίσκω ευκαιρία να μασουλώ τα βιβλία της βιβλιοθήκης να μην έχει να διαβάζει!

Είχε αδυναμία να χώνεται πίσω από κάτι βιβλία με χοντρά εξώφυλλα , που κάποτε τα μοίραζε η ραδιοτηλεόραση και στην πρώτη λεύκη σελίδα τους ήταν υπογεγραμμένα από κάποιον, για να φαίνεται πως ήταν δικά του..ε..καλά τώρα δεν σας λέω και το όνομα του, μην είστε κουτσομπόληδες, αυτά τα βιβλία όσα δεν έφαγα δηλαδή μια μέρα που «φόρτωσε» η Τζίνα( υποψιάζομαι με αυτόν τον ακατανόμαστο που τα είχε υπογράψει-γιατί μάλλον ισχύει το …Κούλα πολύ κωλόπαιδο ο ακατανόμαστος- αλλά δεν το έχω διασταυρώσει) τα μάζεψε και κάπου τα χάρισε θα σας γελάσω που…

Έφαγα κάμποσα βιβλία και από κείνα του ακατανόμαστου αλλά και άλλα και η Τζίνα πάθαινε κάθε φορά και από ένα μικρό εγκεφαλικό.

Ήταν βαριά όμως τόση κουλτούρα για το στομάχι μου, έφαγα και μερικές στον πισινό από την Τζίνα και το σταμάτησα.

Τι λέγαμε όμως?

Αααα ναι για το Αριγκάτο !

Τελικά που λέτε δεν ήταν κουλτουριάρης και τζάμπα βαρυστομάχιαζα με τα βιβλία και τις έτρωγα και από πάνω … μονόχνοτος και αντικοινωνικός ήταν, μην σας πω και αυτιστικός ένα πράμα. Μια σε ράφια σκοτεινά τον έβρισκες , μια σε γωνιές ανήλιαγες , μια κάτω από καρέκλες και κρεβάτια. Άβυσσος η ψυχή του γάτου!

Καμιά φορά στο τσακίρ κέφι βέβαια εμφανιζόταν και συναντιόμαστε ,με κοίταζε αφ υψηλού για λίγο και μετά μου γύρναγε την πλάτη.

Όχι που με ένοιαζε δηλαδή να κάνω παρέα με τον ψωροπερήφανο αλλά μου την έσπαγε αυτή η υπεροψία του, ο ναρκισσισμός του ..αλλά..ήταν και μουρόχαβλος και έτσι τον εκδικιόμουν γιατί του βούταγα το φαί όταν δεν με έβλεπε κανείς!

Να μην τα πολυλογώ και σας κουράζω και δεν το θέλω, μιας και ζούμε μαζί, ανεχόμαστε ο ένας τον άλλο και τις διαφορές μας, έστρωσε λίγο και ο αυτιστικός και συνηθίσαμε να συμβιώνουμε. Η σχέση μας πέρναει και τις φάσεις της βέβαια, πότε μας πιάνουν οι τρυφερότητες μας και λιαζόμαστε η κοιμόμαστε δίπλα- δίπλα και πότε- πότε τον στρώνω στο κυνήγι- έτσι σαν παιχνίδι βρε παιδί μου να κάνουμε και λίγη γυμναστική- του δείχνω τα δόντια μου και εκείνος μου πετάει νυχάκια..αλλά είπαμε είναι μουρόχαβλος , είναι και τεμπέλαρος και σαν πιο ευκίνητος από μένα-αχχ κακούργα φύση που άλλους τους ανεβάζεις στα ψηλά ,στην περίπτωση μας στα κάγκελα, και άλλους τους αφήνεις από κάτω στα χαμηλά σαν μαλάκες – την κάνει και με αφήνει στα κρύα του παιχνιδιού.

Άντρες τι να πεις? Μπορείς να τα βάλεις με την φύση ? Δεν μπορείς!

Το φαί πάντως εξακολουθώ και του το βουτάω όταν μπορώ!

Όχι από κακία, αλλά να βρε παιδί μου ,μου την σπάει που το παίζει υπεράνω και μου το παραχωρεί… ιππότης και καλά .

Ιππότης αυτός κατά την Τζίνα …γουρούνα εγώ!

Χθες το σούρουπο μας βρήκε μια αναστάτωση ,μια ταραχή, μια αναμπουμπούλα …

Βγήκε η Τζίνα με την πιζάμα και το σοσόνι, χοροπηδητά- χάλι, να μην την βλέπατε τι να σας πω άλλο- μην πατήσει κανένα χαλίκι και μισερωθεί και άρχισε τα ψιτ από δω ψιτ από κει και τα που είσαι Αριγκατούλη, και που είσαι όμορφε μου( σιγά τον όμορφο πια…) και δώσου να ψάχνει. Τι τις αυλές γύρισε, τι τους κήπους, τι τα γύρω –γύρω του σπιτιού όλα, τι στον δρόμο βγήκε. Από την βιάση της και την αγωνία της να βρει τον… όμορφο μάλιστα φόρεσε δύο αριστερές παντόφλες μια μπλέ της γιαγιάς και μια ροζ δική της.

Καλά το λέω εγώ πως οι άνθρωποι είναι ντιπ κατά ντιπ ηλίθιοι και ατελείς, αλλά ποιός με ακούει να μου πείτε!

Αφού έψαξε γύρω τριγύρω , μπήκε και στο κοτέτσι ακόμα, μετά άρχισε να χώνεται κάτω από τα κρεβάτια, τα τραπέζια, τις καρέκλες , ξαναβγήκε έξω και ανέβηκε στα κεραμίδια, πως δεν μείναμε ξέσκεποι χειμώνα καιρό να κοιτάμε τα αστέρια ένας θεός μόνο το ξέρει!

Μετά μπήκε ανάμεσα στα κεραμίδια και το ταβάνωμα του σπιτιού να τον ψάξει ,γιατί ο όμορφος ανεβαίνει εκεί και τάχα κυνηγάει ….μην φανταστείτε τίποτα της προκοπής κυνήγι… αράχνες, μαμούνια κάνα σαμιαμίδι ,τέτοια χαζά..τα οποία τα έφερε μετά παράσημο της έρευνας η Τζίνα κολλημένα στην γαλάζια πιζάμα αλλά ο ..όμορφος πουθενά!

Η αλήθεια είναι πως έλειπε ώρα ο όμορφος ,αλλά λέω την αμαρτία μου, γιατί αμαρτία εξομολογημένη δεν είναι αμαρτία, δεν ανησύχησα. Σκέφτηκα πως τον έχουν πιάσει τα αυτιστικά του και κάπου έχει χωθεί και κοιμάται και τζάμπα τρέχει η άλλη η λωλή στα κεραμίδια με δυο αριστερές παντόφλες.

Ευτυχώς που δεν είχαμε θεατές εδώ στην ερημιά να μας πουν και μας μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ με τις δυο αριστερές παντόφλες!

Σαν ξημέρωσε ο θεός την μέρα και δεν φάνηκε ο Αριγκατούλης με ζώσανε και μένα τα μαύρα φίδια και ας το έπαιζα αδιάφορη. Τόσα φίδια που ούτε είχα όρεξη να κάνω ζήλιες που η Τζίνα τάιζε με το μπιμπερό τα κατσικάκια…

Μόλις τα τάισε ,με την πιζάμα πάλι, αναμαλλιασμένη, άνιφτη με τις δυο αριστερές παντόφλες άρχισε το ψάξιμο πάλι από την αρχή. Αυτή την φορά κατέβηκε σε κάτι τρύπες και κάτι χαντάκια στα χωράφια..μπήκε και στους σκουπιδοκάδους ….τίποτα!

Μαύρη μαυρίλα έπεσε στο σπίτι..!

Ε και εγώ στεναχωρήθηκα, μπορεί να είμαστε διαφορετικοί ,αλλά είμαστε μέλη της ίδιας οικογένειας , της ίδιας κοινωνίας ,κρίκοι της αλυσίδας της ζωής …ε και με το συμπάθιο αλλά μπορεί να είμαστε σκύλα και γάτος αλλά δεν είμαστε …άνθρωποι!

Τι εννοώ? ...ε… τι εννοώ τώρα…όποιος κατάλαβε, κατάλαβε!

Στεναχωρήθηκα τόσο που ούτε εγώ έφαγα για να καταλάβετε δηλαδή!

Υποσχέθηκα δε στον εαυτό μου πως αν με το καλό γυρίσει ο Αριγκάτο θα του αφήσω να φάει και από το δικό μου φαγητό που του αρέσει γιατί θα είναι και πεινασμένος και ταλαιπωρημένος ….είπαμε σκύλα και γάτος είμαστε..όχι άνθρωποι και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε!

Και κάποτε γύρισε…γύρισε μες την κακουχία.

Κουρασμένος, ταλαιπωρημένος , πληγωμένος, πονεμένος, παγωμένος, φοβισμένος, νηστικός και διψασμένος.

Μετά την αναμπουμπούλα της εξαφάνισης είχαμε την αναμπουμπούλα της επιστροφής του άσωτου Αριγκάτου!

Τι να σας λέω τώρα, τα φαντάζεστε..και που ήσουν γλυκέ μου ,και γιατί χάθηκες, και που πήγες, και τι έγινε, και σε πείραξε κανείς …?

Μετά ηρέμησαν τα πράματα , φόρεσε και η Τζίνα μια αριστερή και μια δεξιά παντόφλα, τις ροζ τις δικές της , ξάπλωσε και ο Αριγκάτο πάνω στο χαλί να συνέλθει, δίπλα εγώ να του κρατώ συντροφιά και ούτε του βούτηξα φαί και άφησα και το μισό δικό μου να το φάει αυτός.

Και αρχίσανε να σχολιάζουν την συμπεριφορά μου…τι δεν καταλάβαιναν αναρωτιέμαι !

Τον συμπονώ τον Αριγκάτο , και του συμπαραστέκομαι , αυτό που έπαθε, είτε από δικό του λάθος είτε όχι, θα μπορούσα να το πάθω και εγώ… σήμερα είναι αυτός φοβισμένος , κουρασμένος, πληγωμένος, πονεμένος , παγωμένος, νηστικός διψασμένος… αύριο για κάποιο λόγο μπορεί να είμαι εγώ… διαφορετικοί είμαστε, σκύλα και γάτος είμαστε, αλλά όχι άνθρωποι βρε άνθρωποι χαζοί και μικροί….